- ραδιοναυτιλία
- η радионавигация
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ραδιοναυτιλία — η, Ν (αεροπορ. ναυτ.) η χρήση ραδιοτεχνικών μέσων κατά την αεροναυτιλία και τη ναυτιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά ως προς το α και απόδοση ως προς το β συνθετικό λ., πρβλ. αγγλ. radionavigation (< λατ. radius «ακτίνα» + navigation «ναυτιλία,… … Dictionary of Greek
ραδιοναυτιλία — η κλάδος της ναυτιλίας που χρησιμοποιεί ραδιοηλεκτρικές μεθόδους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραδιοναυτιλιακός — ή, ό, Ν [ραδιοναυτιλία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ραδιοναυτιλία … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
ραδιοκύμα — το, Ν συν. στον πληθ. τα ραδιοκύματα (ραδιοηλ.) ηλεκτρομαγνητικά κύματα με συχνότητες από 10 κιλοχέρτς έως 45 γιγαχέρτς, που χρησιμοποιούνται για τη μετάδοση ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών, στις ραδιοτηλεγραφικές, ραδιοτηλεφωνικές, διαστημικές και… … Dictionary of Greek
ραδιόπλευση — η, Ν ναυτ. η ραδιοναυτιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά ως προς το α και απόδοση ως προς το β συνθετικό λ., πρβλ. γαλλ. radionavigation (< λατ. radius «ακτίνα» + navigation «πλους, πλεύση»)] … Dictionary of Greek